Πέμπτη 19 Μαρτίου 2009

Ο γιρίνος

Σε μια κοίτη ποταμού, χιλιάδες γυρίνοι κολυμπούσαν χωρίς

να απομακρύνονται από τα γνωστά βραχάκια, τις υδρόβιες πρασινάδες τους

και τα οικία πετραδάκια τους...

Κολυμπούσαν αμέριμνα... στα ίδια νερά... στην ίδια ήσυχη ασφάλεια τους...

Ήξεραν κάθε γωνιά του ρηχού πράσινου κόσμου τους...

Μα δεν γνώριζαν τίποτα για θάλασσες κι ωκεανούς...

Ο κόσμος τους μια κοίτη...

Κάθε φορά που ρεύματα από πηγές άγνωστες σάρωναν την κοίτη του ποταμού,

πιάνονταν απεγνωσμένα και γαντζωνόντουσαν όπου μπορούσαν... σε πέτρες...

σε πρασινάδες... για να μην παρασυρθούν και βρεθούν μακριά από τα νερά τους...

Και είχαν μάθει τόσο καλά την τέχνη αυτή του γαντζώματος από τους προηγούμενους

και τους παλιότερους, που δεν χανόταν κανένα...

Αυτό επαναλαμβανόταν επί σειρά ετών... και ετών... και ετών...

Ο μόχθος τους όλος, για να μην παρασυρθούν...

Έναν αγώνα ήξεραν... να αντιστέκονται στο μυστήριο ρεύμα...

Και πριν από αυτούς.. οι πρόγονοι τους.. και πριν από αυτούς... οι δικοί τους πρόγονοι...

Ήρθε μια εποχή που ένας μικρός γυρίνος αναστάτωσε τους υπόλοιπους

και τον ήσυχο τρόπο ζωής τους...

Όλο ρωτούσε όποιον έβρισκε...

«Τι βρίσκεται πέρα από την κοίτη αυτή;»

Και η απάντηση πάντα η ίδια...

«Δεν υπάρχει τίποτα! Μόνο σκοτάδι!»

Μα εκείνο επέμενε...

«Και που χύνονται όλα αυτά τα νερά που σπρώχνουν τα μυστήρια ρεύματα;»

Και η απάντηση πάντα η ίδια...

« Πουθενά δεν πάνε! Εξαφανίζονται στο τέλος της κοίτης!»

Ο μικρός γυρίνος δεν έβρισκε ησυχία...

Πήγε και βρήκε τους μεγαλύτερους γυρίνους,

αυτούς που ήταν σχεδόν έτοιμοι να βγουν στις όχθες... τους σοφότερους...

«Τι υπάρχει πέρα από την κοίτη;»

Κι εκείνοι ανήσυχοι με την περιέργεια του γυρίνου και φοβούμενοι μην τυχόν

και ξεσηκώσει και άλλους και ταραχτεί η ηρεμία της κοίτης, άρχισαν να τον τρομοκρατούν

με ιστορίες για άγνωστα απαίσια πλάσματα που κατασπάραζαν ότι έβρισκαν μπροστά τους...

Μα τίποτα δεν περιόριζε την περίεργη και ανήσυχη φύση του γυρίνου...

Κάτι μέσα του του έλεγε, πως δεν ήταν τα πράγματα όπως του τα εξηγούσαν.

Προσπαθούσε να μάθει την αλήθεια...

Μα κανένας δεν γνώριζε, αφού κανείς δεν πήγε πιο μακριά από την ήσυχη

και γνώριμη κοίτη...

Και ήρθε η μέρα που ένιωσαν οι γυρίνοι να πλησιάζει και πάλι το δυνατό ρεύμα,

που παρέσερνε ότι έπλεε χωρίς να στερεώνεται πουθενά...

Η καρδιά του μικρού γυρίνου έτρεμε...

Σπαρταρούσε το σώμα του...

Τα ρεύματα πλησίασαν... έφτασαν...

Φόβος τύλιξε το μικροσκοπικό γλιστερό κορμάκι...

Γαντζώθηκε σε μια πλατιά πρασινάδα...

«Δεν θα μάθεις ποτέ αν δεν αφεθείς...» άκουσε μια φωνή μέσα του...

Μα δεν τολμούσε να αφεθεί...

« Δεν θα γνωρίσεις ποτέ τον κόσμο....»

Επέμενε η φωνή...

Δάκρυσε ο γυρίνος...

Φοβόταν...

« Θα πεθάνεις κι ο κόσμος σου όλος δεν θα ήταν παρά μια τόση δα κοίτη...»

Και τότε φοβήθηκε περισσότερο ο γυρίνος...

Πώς θα άντεχε να ζήσει τόσο μικρά;

Και ουρλιάζοντας αφέθηκε...

Και καθώς τον έπαιρνε το ρεύμα, του φώναζαν οι άλλοι γυρίνοι

και του άπλωναν τα άκρα τους για να πιαστεί...

Μα εκείνος γελούσε πλέον... και τους φώναζε να ακολουθήσουν...

Σοκαρισμένοι εκείνοι κουνούσαν το κεφάλι και φώναζαν

« Πάει τρελάθηκε ο μικρός! Αφήστε τον να χαθεί!»

Κι ο μικρός γυρίνος απομακρύνθηκε... χάθηκε από τα μάτια τους...

Τα νερά ησύχασαν... η κοίτη επανήλθε στην αρχική της ηρεμία...

Ο καιρός περνούσε...

Που και που μιλούσαν για έναν μικρό γυρίνο που τρελάθηκε

και χάθηκε με τα ρεύματα του ποταμού... μέχρι που ξεχάστηκε τελείως...

Κάπου μακριά... σε μπλε νερά... μέσα σε βυθούς πολύχρωμους... ατελείωτους...

ένας μικρός γυρίνος κολυμπούσε ευτυχισμένος μαζί με αμέτρητα υπέροχα δελφίνια...

Και οι καιροί πέρασαν...

Στην επιφάνεια της θάλασσας κολυμπούσε ήρεμα μια ομάδα δελφινιών...

Το μεγαλύτερο από αυτά, διηγόταν στα μικρότερα μια ιστορία...

Την ιστορία ενός θαρραλέου γυρίνου, που ήρθε από την κοίτη ενός ποταμού...

« Και τώρα ζει ο γυρίνος;» ρώτησε το μικρότερο δελφινάκι...

« Α όχι... ο γυρίνος χάθηκε για πάντα...»

« Αχ ο καημένος!!!» λυπήθηκε το δελφινάκι.

Το μεγαλύτερο γέλασε...

« Μην λυπάσαι... Ο μικρός γυρίνος γνώρισε την θάλασσα... τον ωκεανό...

κολύμπησε μαζί μας... είδε όλα τα χρώματα του βυθού...

γνώρισε πώς ο κόσμος είναι τεράστιος... πλούσιος... γεμάτος ζωή και ομορφιά...

άνοιξε ο νους του... απόκτησε θέληση δυνατή... γνώση... απόκτησε όνειρα...

γονιμοποίησε την ουσία του... έσπειρε νέους κόσμους μέσα του... προετοίμασε νέες μορφές...»

« Ναι αλλά ο γυρίνος πέθανε!» επέμενε το μικρό..

« Ο γυρίνος ναι... μα όχι η ψυχή του... δεν είναι πια γυρίνος... δεν θα είναι ποτέ ξανά...»

εξήγησε το μεγαλύτερο δελφίνι...

« Και τι θα είναι;»

«... Ίσως να είναι φάλαινα...»

Και ακούγοντας αυτό το μικρό δελφινάκι... πήδηξε ενθουσιασμένο...

« Τότε κι εγώ μια μέρα θα ταξιδέψω σε άγνωστα νερά, να γίνω κι εγώ φάλαιναααααα...»

και ξεχύθηκε μπροστά κολυμπώντας....

Το μεγαλύτερο δελφίνι μουρμούρισε γελώντας....

« Θα το κάνεις κι αυτό... μικρέ μου γυρίνε...»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου